- διαφέροντα
- διαφέρωcarry overpres part act neut nom/voc/acc plδιαφέρωcarry overpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφέρονθ' — διαφέροντα , διαφέρω carry over pres part act neut nom/voc/acc pl διαφέροντα , διαφέρω carry over pres part act masc acc sg διαφέροντι , διαφέρω carry over pres part act masc/neut dat sg διαφέροντι , διαφέρω carry over pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέροντ' — διαφέροντα , διαφέρω carry over pres part act neut nom/voc/acc pl διαφέροντα , διαφέρω carry over pres part act masc acc sg διαφέροντι , διαφέρω carry over pres part act masc/neut dat sg διαφέροντι , διαφέρω carry over pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подобьныи — (912) пр. 1.Подобный, похожий: клевештаи къ тебѣ на дрѹга своѥго. подобьнь ѥсть закалающѫѹмѹ брата своѥго. Изб 1076, 98 об.; ѡслаби мало. приимиже паче инѣмь подобьно хожениѥ. ѥго съ пользьныимь строиноѥ. (ὁμοίαν) ЖФСт к. XII, 158; трѧпеза бо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διαφέρον — το (ουδ. μτχ. εν. ως ουσ.) (ΑΝ) το σημείο διαφοράς ενός πράγματος από άλλο νεοελλ. ό,τι ενδιαφέρει, προκαλεί προσοχή, ενδιαφέρον μσν. αποζημίωση, τιμωρία («ἡ περὶ βίας ἀγωγὴ τετραπλασιάζεται εἰς τὸ διαφέρον», Κων / νος Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος)… … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
διαφέρον — το 1. το ενδιαφέρον, αυτό που κινεί την προσοχή, την περιέργεια: Το διαφέρον μου γι’ αυτήν όλο και μεγαλώνει. 2. η διαφορά: Φιλονικούν, γιατί έχουν μεγάλα διαφέροντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)